ένοσις

ένοσις
ἔνοσις, η (Α)
κλονισμός, σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < *εν-Fοθ-τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα -θ-τ- τής Αρχαίας εξελίσσεται σε -στι- (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το εν- εν προκειμένω είναι προρρηματικό. Το γεγονός εξάλλου ότι τα σύνθετα με α' συνθετ. ένοσις είναι όλα ομηρικά τού τύπου τερψίμβροτος* οδηγεί στην υπόθεση ότι η σπάνια και μεθομηρική λ. ένοσις προήλθε κατ' απόσπαση από τέτοια σύνθετα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔνοσις — shaking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόσει — ἔνοσις shaking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνόσεϊ , ἔνοσις shaking fem dat sg (epic) ἔνοσις shaking fem dat sg (attic ionic) νοσέω to be sick imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόσεις — ἔνοσις shaking fem nom/voc pl (attic epic) ἔνοσις shaking fem nom/acc pl (attic) νοσέω to be sick imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοσι — ἔνοσις shaking fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοσιν — ἔνοσις shaking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • овод — род. п. а, укр. овад, блр. овад, др. русск. оводъ (Нестор, Жит. Феодос.; см. Соболевский, Лекции 81), русск. цслав. овадъ, обадъ, болг. овад (Младенов 771), сербохорв. о̏ба̑д, о̏ва̑д, словен. obàd, род. п. obada овод , чеш., слвц. оvаd овод ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ennosigaevs — ENNOSIGAEVS, i, Gr. Ἐννοσίγαιος, ου, ein Beynamen des Neptuns, Iuven. Sat. X. v. 182. welchen er von Ἔνοσις, Erschütterung, und γαῖα, Erde, hat, Lubin. ad eumd. l. c. weil man glaubete, daß das unterirdische Wasser Ursache der Erdbeben sey.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • έννοσις — ἔννοσις, η (Α) βλ. ένοσις …   Dictionary of Greek

  • ενοσίχθων — ἐνοσίχθων, ο (Α) αυτός που σείει τη γη (επίθ. τού Ποσειδώνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοσις «κλονισμός» + χθών «γη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”